- ρεαλιστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που έχει να κάνει με το ρεαλισμό: Το ρεαλιστικό μυθιστόρημα άκμασε το 19ο αιώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεαλιστικός — ή, ό, Ν [ρεαλιστής] 1. ο σχετικός με τον ρεαλισμό* 2. πρακτικός (α. «ρεαλιστική πρόταση» β. «ρεαλιστική αντιμετώπιση τών προβλημάτων») 3. παραστατικός, πιστευτός («έδωσε με την ομιλία του μια ρεαλιστική εικόνα τών προβλημάτων») … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
νεορεαλιστικός — ή, ό [ρεαλιστικός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεορεαλισμό … Dictionary of Greek
Πιλόν, Ζερμέν — (Pilon, Παρίσι 1537 1590). Γάλλος γλύπτης. Μετά τον Ζαν Γκουζόν, ήταν ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της αναγεννησιακής γλυπτικής της χώρας του. Από τα πρώτα έργα του, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το μνημείο για την Καρδιά του Ερρίκου Β΄ με τις… … Dictionary of Greek
Τισιανός, Βετσέλιο — (Tiziano, Πιέβε ντι Καντόρε περίπου το 1487 – Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος. Αν και γύρω στο 1508 09 ο Τ. εργαζόταν στο Εργαστήριο των Γερμανών στη Βενετία μαζί με τον Τζορτζιόνε, ο πίνακας της Αμβέρσας με τον Επίσκοπο Γιάκοπο Πέζαρο που… … Dictionary of Greek
εξωπραγματικός — ή, ό επίρρ. ά που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, μη ρεαλιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)